Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(τι ἐκ ποδός

См. также в других словарях:

  • Πόδος — Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ.), στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας, του νομού Αιτωλοακαρνανίας …   Dictionary of Greek

  • ποδός — πούς foot masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τὸ κοῖλον του ποδὸς δείξαι. — τὸ κοῖλον του ποδὸς δείξαι. См. Пятки показать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πεντεκαιδεκάπους — ποδος, ὁ, Α αυτός που έχει μήκος ή έκταση δεκαπέντε ποδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαίδεκα + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. δί πους] …   Dictionary of Greek

  • σαράπους — ποδος, ὁ, ἡ, Α στραβοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σαίρω «σκουπίζω» + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. καμψί πους, πλατύ πους] …   Dictionary of Greek

  • στερεόπους — ποδος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που έχει σταθερά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + πούς, ποδός] …   Dictionary of Greek

  • τραχύπους — ποδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει τραχιά, σκληρά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ταχύ πους, ὠκύ πους] …   Dictionary of Greek

  • υγιόπους — ποδος, ὁ, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός τού οποίου τα πόδια βρίσκονται σε καλή φυσική κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγιής + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ὠκύ πους] …   Dictionary of Greek

  • χλιδωνόπους — ποδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που φορεί κοσμήματα στα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλίδων, ωνος «είδος κοσμήματος» + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. χαλκό πους] …   Dictionary of Greek

  • χοιρόπους — ποδος, ο, Ν (λόγιος τ.) ζωολ. γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. choeropus < χοίρος + πους, ποδός] …   Dictionary of Greek

  • αροτρόπους — ( ποδος), ο το κάτω μέρος του αρότρου, με το οποίο αυτό στηρίζεται στο έδαφος, κοιν. αλετροπόδι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άροτρον + πους] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»